- περιγραφικός
- η , ό[ν]1) описательный; 2) умеющий описывать, изображать;
§ περιγραφική γεωμετρία — начертательная геометрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ περιγραφική γεωμετρία — начертательная геометрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιγραφικός — ή, ό / περιγραφικός, ή, όν, ΝΑ [περιγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή νεοελλ. 1. ο ικανός να αποδίδει με ενάργεια και ζωντάνια τις εικόνες τών πραγμάτων, παραστατικός («περιγραφικό ύφος») 2. αυτός που περιγράφεται με ζωντάνια… … Dictionary of Greek
περιγραφικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην περιγραφή. 2. αυτός που έχει την ικανότητα να περιγράφει, να αφηγείται ζωηρά: Οι εκθέσεις των μικρών μαθητών είναι περιγραφικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιγραφικοί — περιγραφικός indicating a conclusion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκθετικός — ή, ό (AM ἐκθετικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικός νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη αρχ. εκφραστικός, περιγραφικός … Dictionary of Greek
διατυπωτικός — διατυπωτικός, ή, όν (AM) 1. περιγραφικός, παραστατικός 2. αυτός που μπορεί να διαμορφώνει, διαμορφωτικός («διατυπωτικὸν φύσει καὶ αὐτὸν ὄντα τῆς ἐν τῇ ὕλῃ ἀμορφίας») μσν. ασαφὴς … Dictionary of Greek
εκφραστικός — ή, ό (Α ἐκφραστικός, ή, όν) ο αναφερόμενος στην έκφραση, ο ικανός να εκφράζεται ζωηρά, περιγραφικός, αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο («εκφραστικό πρόσωπο, βλέμμα, κίνηση, κ.λπ.») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφραστικόν η δύναμη τής… … Dictionary of Greek
μικρολιθικός — ή, ό φρ. «μικρολιθικός ιστός» (πετρογρ.) περιγραφικός όρος για τα εκρηξιγενή πετρώματα τα οποία παρουσιάζουν συσσωματώματα μικρών κρυστάλλων μέσα σε υαλώδη βάση … Dictionary of Greek
πανιδιόμορφος — η, ο φρ. «πανιδιόμορφος ιστός» (πετρογρ.) περιγραφικός όρος για εκρηξιγενή πετρώματα, τών οποίων τα συστατικά είναι καλά σχηματισμένοι κρύσταλλοι … Dictionary of Greek
περιγραφικότητα — η η ικανότητα τής παρουσίασης με ενάργεια, ζωντάνια και παραστατικότητα μιας εικόνας, πράξης ή σειράς πράξεων («αφηγήθηκε τα γεγονότα με θαυμαστή περιγραφικότητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιγραφικός. Η λ., στον λόγιο τ. περιγραφικότης, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
περιηγηματικός — ή, όν, Α [περιήγημα, ατος] αυτός που αναφέρεται στην περιήγηση, περιγραφικός … Dictionary of Greek
περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… … Dictionary of Greek